ενδυμασία

ενδυμασία
Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να προστατεύσουν το σώμα τους από τις καιρικές συνθήκες. Έτσι, φαίνεται ότι μάλλον προηγήθηκε η επιθυμία του πρωτόγονου ανθρώπου να χρησιμοποιεί αντικείμενα στολισμού, επιθυμία που υπαγόρευαν έμφυτες αισθητικές τάσεις, δεισιδαιμονίες ή η ανάγκη του να εμπνέει φόβο. Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη είναι όσα αναφέρει ο Δαρβίνος σχετικά με φυλές της Γης του Πυρός, την οποία είχε επισκεφθεί στη διάρκεια των ταξιδιών του. Διαπίστωσε ότι οι κάτοικοι της Γης του Πυρός όχι μόνο ήταν τελείως γυμνοί, παρά τη δριμύτητα του κλίματος, αλλά είδε κατάπληκτος ότι, όταν τους χάρισε υφάσματα με ζωηρά χρώματα, αντί να τυλίξουν το σώμα τους, στόλιζαν με αυτά το κεφάλι τους. Οι μελετητές υποθέτουν ότι ο άνθρωπος ένιωσε την ανάγκη να ντυθεί όταν άρχισε να ελαττώνεται η φυσική του αντοχή, πράγμα που συνέβη κυρίως εξαιτίας των αλλαγών του κλίματος και κατά τις μεταναστεύσεις σε ψυχρές περιοχές. Είναι πιθανόν η ιδέα να καλύψει ο άνθρωπος το σώμα του να μη συνδέεται με λόγους αιδημοσύνης. Παρότι το ένδυμα μπορεί να ευνόησε την ανάπτυξη του αισθήματος αυτού, ασφαλώς δεν το προκάλεσε. Όταν ο άνθρωπος, που είχε περάσει πια στο στάδιο του κυνηγού, ένιωσε την ανάγκη να προφυλαχθεί από τις κακοκαιρίες, χρησιμοποίησε, λόγω έλλειψης άλλων κατάλληλων υλικών, τα δέρματα και τις προβιές των ζώων που σκότωνε. Για να μπορεί να χρησιμοποιεί και δέρματα που δεν ήταν αρκετά μεγάλα και για να καλύπτει με τα πρώτα αυτά υποτυπώδη ενδύματα το σώμα του, σκέφτηκε να ενώνει κάθε φορά κάποιο καινούργιο κομμάτι: δημιουργήθηκαν έτσι, ύστερα από αργές προόδους, οι πρώτες άτεχνες πόρπες, καθώς και πρωτόγονα συστήματα ραψίματος. Πράγματι, ανασκαφές σε προϊστορικούς οικισμούς έφεραν στο φως, μεταξύ άλλων, τα πρώτα εργαλεία που κατασκευάστηκαν γι’ αυτό τον σκοπό: κοφτερά εργαλεία από πυρόλιθο για το ξύσιμο και το κόψιμο των τομαριών, σουβλιά για να ανοίγουν τις τρύπες, βελόνες με κεφάλι σαν καρφίτσας (η βελονότρυπα είναι κατοπινή εφεύρεση) για να περνούν λεπτές κληματσίδες ή τένοντες μικρών ζώων. Ανάμεσα στη 2η και στην 1η χιλιετία π.Χ., την εποχή του χαλκού και την εποχή του σιδήρου, ο άνθρωπος σημείωσε ουσιαστικές προόδους σε διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων και στην ε. Οι πιο εξελιγμένοι λαοί άρχισαν να αναπτύσσουν την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι δύο αυτές βασικές δραστηριότητες προσέφεραν ζωικά (μαλλί) και φυτικά νήματα (προπάντων λινάρι), τα οποία ο άνθρωπος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει. Είναι πιθανόν, πριν ανακαλύψει τον τρόπο να κλώθει και να υφαίνει, να χρησιμοποίησε το πίλημα (είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένες τρίχες ζώων), το οποίο εικάζεται ότι έφτιαχνε βρέχοντας και συμπιέζοντας μαλλί και άλλες τρίχες ζώων. Αποφασιστικό βήμα προς την κατασκευή υφασμάτων, αρκετά πρωτόγονων βέβαια, έγινε όταν ο άνθρωπος κατόρθωσε να ενώσει διάφορες υποτυπώδεις ίνες και να πλέξει –πρώτα με το χέρι και αργότερα με πρωτόγονους αργαλειούς– τα νήματα που είχε κατασκευάσει με αυτό τον τρόπο. Την ίδια εκείνη εποχή η χρήση των μετάλλων επέτρεψε την κατασκευή πορπών και αντικειμένων στολισμού διαφόρων σχημάτων. Παράλληλα με τη διάδοση και τη σταδιακή τελειοποίηση της κλωστικής και της υφαντουργικής τέχνης, εξακολούθησε να βελτιώνεται –ιδίως στη Μεσοποταμία– και η τεχνική της επεξεργασίας του δέρματος. Τα υφάσματα από λινάρι που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για να περιτυλίγουν τις μούμιες μαρτυρούν την πρόοδο που είχε παρουσιάσει η υφαντουργία στον λαό αυτό μεταξύ 2ης και 1ης χιλιετίας π.Χ. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκαν και άλλες ίνες για την ύφανση, ιδίως από τους ασιατικούς λαούς. Οι Ινδοί, ήδη από αρκετές χιλιετίες, καλλιεργούσαν το βαμβάκι, το οποίο όμως οι μεσογειακοί λαοί χρησιμοποιούσαν πολύ σπάνια, ακόμα και κατά την κλασική εποχή. Το μετάξι, που οι Κινέζοι το κατασκεύαζαν από αρχαιότατους χρόνους, ήταν γνωστό στους Έλληνες και στους Ρωμαίους, οι οποίοι έκαναν εισαγωγή από την Κίνα μεταξωτών νημάτων και υφασμάτων. Ωστόσο, μόνο αργότερα (11ος αι. μ.Χ.) οι Άραβες εισήγαγαν τη σηροτροφία και τη μεταξουργία στη Δύση. Οι ε. των αρχαίων μεσογειακών λαών –εξαιτίας του θερμού κλίματος– ήταν αρκετά απλές, ευρύχωρες και χωρίς καθόλου ή σχεδόν καθόλου ραφές. Από εκεί προέρχονται οι χαρακτηριστικές ε. του ελληνικού, του ρωμαϊκού και του ετρουσκικού κόσμου (ιμάτιο, χιτώνας, πέπλος, τήβεννος). Στις ψυχρές περιοχές, αντίθετα, τα ενδύματα ήταν πιο κλειστά, πιο εφαρμοστά και γι’ αυτό κομμένα και ραμμένα. Παράδειγμα αυτού του είδους ε. αποτελούν οι περισκελίδες που τις χρησιμοποιούσαν οι γερμανικές φυλές, οι Κέλτες και οι Σαρμάτες. Αρχικά για τον ρουχισμό φρόντιζαν μόνο οι γυναίκες, αλλά αργότερα άρχισαν να ασχολούνται και οι άντρες με την κατασκευή ενδυμάτων και υποδημάτων. Η εργασία αυτή έλαβε σταδιακά βιοτεχνική μορφή και οργανώθηκε σε συντεχνιακές βάσεις, οι οποίες χωρίς να εξαφανιστούν εντελώς, άρχισαν να παρακμάζουν εδώ και έναν αιώνα, ιδιαίτερα στις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Γνωστά παραδείγματα συντεχνιών είναι οι διάφορες φλωρεντινές Arti και οι Consorterie της Βενετίας, που γνώρισαν μεγάλη ακμή κυρίως τον 13o και τον 14o αι. Οι συντεχνίες αυτές συγκέντρωναν στους κόλπους τους εριουργούς, μεταξουργούς, υφαντουργούς, γουναράδες, κεντητές, τσαγκάρηδες και βυρσοδέψες. Η συντεχνιακή αυτή δραστηριότητα δημιουργούσε ζωηρή εμπορική κίνηση στη στεριά και στη θάλασσα, η οποία τροφοδοτούσε με πρώτες ύλες τα κύρια κέντρα μεταποίησης, ενώ συγχρόνως διοχέτευε τα έτοιμα προϊόντα εκεί όπου υπήρχε μεγαλύτερη ζήτηση. Η κατασκευή υφασμάτων, ενδυμάτων και διαφόρων συμπληρωματικών ειδών αμφίεσης έφτασε σε υψηλό βαθμό ανάπτυξης ιδίως στην Ιταλία, τον 15o και τον 16o αι., όταν η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων επέτρεψε να ικανοποιούνται, και στον τομέα της αμφίεσης, απαιτήσεις που ήταν άγνωστες στους προηγούμενους αιώνες, τότε που η ζωή ήταν πιο σκληρή και δύσκολη και η αίσθηση του ωραίου δεν είχε αποκτήσει την κομψότητα και τη διάδοση που έλαβε αργότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η βαμβακουργία, χάρη στο σχετικά χαμηλό κόστος παραγωγής, κατέστησε δυνατή τη διάδοση των ασπρορούχων, που δεν συνηθίζονταν προηγουμένως. Προς το τέλος της Αναγέννησης, οι πολύμορφες δραστηριότητες που συνδέονται με την ε. άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν στην Ιταλία και βρήκαν πιο ευνοϊκούς όρους ανάπτυξης στην Ισπανία και κατά τον 18o αι. στη Γαλλία. Από τότε και σχεδόν για δυόμισι αιώνες, η χώρα αυτή κατείχε τα πρωτεία στον τομέα της ε. και της μόδας. Από το δεύτερο μισό του 18ου αι., η νηματουργία, η υφαντουργία, η πλεκτική και η ραπτική γνώρισαν ουσιαστική πρόοδο, χάρη στην εφεύρεση όλο και πιο τελειοποιημένων μηχανών, μεγαλύτερης ακρίβειας και, προπάντων, ταχύτερου ρυθμού που μετέτρεψαν τις εργασίες αυτές από χειρωνακτικές σε μηχανικές. Συνεπώς, τα προϊόντα της μεταποίησης –ιδίως τα βαμβακερά– είχαν χαμηλότερο κόστος και έτσι ικανοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις του πληθυσμού, την εποχή μάλιστα που, εξαιτίας της Γαλλικής επανάστασης, οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων στρωμάτων του είχαν κατά ένα μέρος εξαφανιστεί σε ό,τι αφορούσε την ε. Η βιομηχανική πρόοδος, που προχωρούσε με ολοένα ταχύτερο ρυθμό κατά τον 19o αι., ευνόησε τη μαζική παραγωγή, η οποία οδήγησε στην παρακμή του χειροτεχνικού χαρακτήρα των εργασιών που σχετίζονταν με την κατασκευή των υφασμάτων, με το ράψιμο των ενδυμάτων και με την παραγωγή των συμπληρωματικών ειδών αμφίεσης. Στον 20ό αι. η βιομηχανική παραγωγή ειδών ιματισμού, που είχε αρχίσει περίπου στα μέσα του 19ου αι., διαδόθηκε ευρύτατα, ιδιαίτερα στη Bόρεια Αμερική, στην Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή. Κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. παρουσιάστηκαν οι πρώτες τεχνητές ίνες με βάση την κυτταρίνη, γνωστές με την ονομασία ρεγιόν, που διαδόθηκαν αρκετά γρήγορα μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αργότερα εμφανίστηκαν άλλες ίνες που κατασκευάζονται μέχρι σήμερα με χημικές διεργασίες, από παράγωγα του άνθρακα και του πετρελαίου. Οι συνθετικές κλωστές (π.χ. νάιλον, ορλόν) χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υφασμάτων, πολλές φορές ανακατεμένες με φυσικό νήμα σε διάφορες αναλογίες. εξέλιξη της ε. Οι μορφές ε. των διαφόρων λαών, συνδεδεμένες με τα διάφορα στάδια ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών, καθορίζονται από διάφορες αιτίες, όπως είναι –εκτός από κλίμα– οι ιδιαίτερες ιστορικές στιγμές, το επίπεδο του πολιτισμού, οι ηθικοί κανόνες και το αισθητικό κριτήριο· στις αντιλήψεις για την ε. έχει επιδράσει επίσης η πολιτική οργάνωση και η οικονομική διάρθρωση. μεσογειακοί πολιτισμοί. Ήδη, στους αρχαιότερους πολιτισμούς της Μεσογείου η ε. αποκαλύπτει την κοινωνική της φύση. Έτσι, στην Αίγυπτο των φαραώ, ενώ η ε. των χωρικών και των δούλων είχε αποκλειστικό στόχο να προστατεύει, το ντύσιμο των πλουσίων είχε μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα. Ωστόσο, τόσο για τους πρώτους όσο και για τους δεύτερους η ε. ήταν αρχικά η ίδια: κοντό χιτώνιο, ένα μαντίλι στο κεφάλι, οι σκληρές πτυχές του οποίου έφταναν έως τον λαιμό, και σανδάλια για τους άντρες· οι γυναίκες φορούσαν μακρύ χιτώνα, χωρίς μανίκια, πολύ εφαρμοστό στο σώμα. Ενώ, όμως, αυτό το είδος ντυσίματος παρέμεινε αμετάβλητο αιώνες ολόκληρους στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, οι ε., οι κομμώσεις και γενικά ο καλλωπισμός της ανώτερης τάξης γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα· τα χρώματα, που κάποτε ήταν μονότονα, απέκτησαν μεγαλύτερη ποικιλία και έγιναν ζωηρότερα· τα γυμνά μέρη του αντρικού σώματος καλύφθηκαν από ένα μακρύ, ίσιο ένδυμα· οι γυναίκες φόρεσαν διαφανή φορέματα πάνω από τον χιτώνα, τα οποία έσφιγγαν στη μέση με ζώνη, έβαλαν περούκες διαφόρων χρωμάτων και στολίστηκαν με πολλά κοσμήματα, ιδίως με βαριά περιδέραια και φυλαχτά. Ο ίδιος βασικός τύπος αμφίεσης –που χαρακτηρίζεται από την προτίμηση στις στιλιζαρισμένες γραμμές και στα ζωηρά χρώματα, αλλά που είναι βασικά απλός, αν και πλούσιος σε λεπτομέρειες και σε διακοσμητικά στοιχεία– συναντάται και στους Φοίνικες. Αλλά και οι Εβραίοι, όταν ήρθαν σε επαφή με τον αιγυπτιακό πολιτισμό, τροποποίησαν και εμπλούτισαν τις ε. τους, που αρχικά ήταν απλές και πρωτόγονες, ε. ποιμενικού και νομαδικού λαού: λευκός χιτώνας με φαρδιά μανίκια και από πάνω ένας επενδύτης και ένας άσπρος κεφαλόδεσμος, οι άκρες του οποίου έφταναν έως τους ώμους. Ανατολικές επιδράσεις υπάρχουν και στις ε. των Ελλήνων της αρχαϊκής περιόδου, αλλά οι άκαμπτες κεντητές εσθήτες άρχισαν να γίνονται όλο και πιο απλές, ώσπου κατέληξαν σε έναν χιτώνα που τον έδεναν με ζώνη στα πλευρά –έτσι ώστε να σχηματίζονται απαλές, ριχτές πτυχές– και τον συγκρατούσαν στους ώμους με μία πόρπη. Ο χιτώνας αυτός ήταν μακρύτερος για τις γυναίκες, οι οποίες τύλιγαν από πάνω το μεγάλο πέπλο, και πιο κοντός για τους άντρες, που φορούσαν τη χλαίνα (κοντό επανωφόρι, χωρίς μανίκια, που έκλεινε στον έναν ώμο) από πάνω του ή τη χλαμύδα (κοντό επανωφόρι του ίδιου τύπου που αρχικά χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πολεμιστές). Στην Ελλάδα, επίσης, οι γυναίκες της εποχής εκείνης φορούσαν κοσμήματα, ιδίως καμέες, και χτένιζαν τα μαλλιά τους κότσο, συγκρατώντας τα με κορδέλες. Άντρες και γυναίκες φορούσαν σανδάλια, τα οποία έδεναν στη γάμπα με λουριά από ύφασμα ή δέρμα. Όμοια ήταν και η υπόδηση των Ρωμαίων. Οι κόθορνοι είναι ένα από τα πολλά κοινά στοιχεία που υπάρχουν μεταξύ της ρωμαϊκής και της αρχαιοελληνικής ε. Οι διαφορές σχετικά με την ανδρική ε. αφορούσαν μάλλον τη σημασία που της απέδιδαν: το ένδυμα του Ρωμαίου είχε καθαρά πολιτική έννοια και αξία, άγνωστη στην ελληνική ε. Την ημέρα που έκλεινε τα 21 του χρόνια ο Ρωμαίος πολίτης έβαζε πάνω από τον χιτώνα την τήβεννο, ένα μεγάλο μάλλινο ή λινό ύφασμα, που δεν είχε μόνο τον ρόλο ενδύματος, αλλά αποτελούσε και το σύμβολο του ελεύθερου Ρωμαίου. Στην τήβεννο ήταν ραμμένα τα διακριτικά του πολιτικού αξιώματος που αποκτούσε κατά τον πολιτικό και στρατιωτικό του βίο ο πολίτης, όπως οι πορφυρές ταινίες των ιππέων και των συγκλητικών. Οι Ρωμαίες ντύνονταν όπως οι Ελληνίδες της κλασικής εποχής: στόλα (εσθήτα που έφτανε έως κάτω) ονομαζόταν ο χιτώνας τους και πάλλα το επανωφόρι τους. Αρχικά η στόλα, με την τυποποιημένη απλότητα των γραμμών της και των χρωμάτων της, θύμιζε ετρουσκικές επιδράσεις· αργότερα, η επαφή με τους πολιτισμούς της Ανατολής και η επικράτηση μιας αντίληψης για την πολυτέλεια και την επίδειξη της κομψότητας άλλαξε έως έναν βαθμό τα ελληνικά πρότυπα, κάνοντας τους γυναικείους χιτώνες όλο και λιγότερο άκαμπτους, όλο και πιο στολισμένους, περίπλοκους, με απαλές γραμμές, ποικίλα και ζωηρά χρώματα. Ανάλογη μεταμόρφωση συντελέστηκε και στο ανδρικό ένδυμα, μεταμόρφωση που, ύστερα από την πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ολοκληρώθηκε με τον θρίαμβο των βυζαντινών αντιλήψεων για την κομψότητα: οι τήβεννοι και οι χιτώνες, που κατασκευάζονταν πλέον από τα πιο καλαίσθητα υφάσματα, έγιναν βαρύτεροι λόγω των χρυσών κεντημάτων, έπεφταν σε πτυχές πιο τονισμένες και βαθιές, είχαν πλούσια πολυχρωμία και ήταν στολισμένοι με πολύτιμα πετράδια. Αντίθετα, η λαϊκή ρωμαϊκή ε. παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη, μην μπορώντας να παρακολουθήσει τις μεταβολές που επέφερε η ιστορία στην αμφίεση των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας· ο άνθρωπος του λαού συνέχισε να φορά τον χοντροφτιαγμένο χιτώνα και ένα επανωφόρι με κουκούλα, μάλλινη τον χειμώνα, βαμβακερή το καλοκαίρι. Μεσαίωνας. Αργότερα, για πολλούς αιώνες, οι συνθήκες ζωής στη Δύση ήταν τέτοιες που μόνο σπάνια και με πολύ αργούς ρυθμούς συντελούνταν αλλαγές στην ε. Κλασικές παραδόσεις και επιδράσεις των βαρβάρων (όπως η χρήση της βράκας, χαρακτηριστικού ενδύματος των βάρβαρων λαών, που υιοθέτησαν πρώτα οι Ρωμαίοι στρατιώτες στις στολές τους και που κατά τους πρώτους χρόνους του Μεσαίωνα άρχισε να διαδίδεται στον λαό) συγχωνεύτηκαν στην ε. του φεουδαρχικού Μεσαιώνα, η οποία έμεινε για πολύ καιρό αμετάβλητη, γιατί η απομονωμένη ζωή των ανθρώπων απέκλειε τον τύπο και τον ρυθμό κοινωνικής ζωής που ευνοεί τις επιδράσεις και δημιουργεί τη μόδα και τις ποικιλίες της ε. Την εποχή του Καρλομάγνου η ε. επηρεάστηκε από το ρωμαϊκό πρότυπο. Έτσι, όταν οι επιδράσεις του Βυζαντίου ώθησαν τους ευγενείς και τις κυρίες να αναζητήσουν την πολυτέλεια και την κομψότητα που ο αυτοκράτορας θεωρούσε υπερβολική, ένα διάταγμά του επέβαλε επιστροφή σε μεγαλύτερη αυστηρότητα στο θέμα της ε. Τον 13o αι. οι άντρες φορούσαν μία μακριά πουκαμίσα με στενά μανίκια και από πάνω ένα χιτώνιο, το φαιλόνιο· την ε. αυτή συμπλήρωναν οι βράκες και οι λωρίδες με τις οποίες κάλυπταν τα πόδια τους· από πάνω φορούσαν το βαρδοκούκουλο (είδος μανδύα με κουκούλα από κατσικίσιο μαλλί), το οποίο αρχικά φορούσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Ο μανδύας των ευγενών, που ονομαζόταν κάπα, φτιαχνόταν από πιο λεπτό ύφασμα και ήταν εξαιρετικά φαρδύς, γιατί έπρεπε να φοριέται πάνω από την πανοπλία. Το βασικό ένδυμα των γυναικών ήταν μία μακριά και φαρδιά πουκαμίσα, ενώ στο κεφάλι φορούσαν άσπρο λινό ύφασμα. Τον 14o αι., η ανάπτυξη της υφαντουργικής βιοτεχνίας δημιούργησε μεγαλύτερη ποικιλία και πολυτέλεια στα υφάσματα. Στο μαλλί, στο λινό και στην πορφύρα προστέθηκαν τα μεταξωτά και τα βελούδα, ενώ το κομψό ντύσιμο έγινε ένδειξη κοινωνικής υπεροχής. Βασικό στοιχείο της ανδρικής ε. τον αιώνα αυτό ήταν ένα κοντό κολόβιο (είδος πλεκτού γιλέκου), που έσφιγγε στη μέση με μία ζώνη, μαζί με πλεκτές, πολύ εφαρμοστές περισκελίδες, δίχρωμες για τους ευγενείς. Η προέλευση αυτής της μόδας, δηλαδή η αντίληψη ότι ο συνδυασμός διαφόρων χρωμάτων αποτελεί στοιχείο κομψότητας, είναι άγνωστη· η πιο πιθανή υπόθεση είναι ότι γεννήθηκε από τη συνήθεια ορισμένων αυτοκρατόρων της Γερμανίας, των Οθώνων, να φορούν περισκελίδες με χρώματα –το μισό κόκκινο και το άλλο μισό κίτρινο ή πράσινο– που ήταν τα χρώματα του οικοσήμου τους. Πάνω από αυτή την ε. φορούσαν τον επενδύτη χωρίς μανίκια. Αντί για παλτό είχαν ένα είδος φαρδιάς χλαίνης, ανατολικής προέλευσης, μία φαρδομάνικη καπότα, ορισμένες φορές με κουκούλα, που τον επόμενο αιώνα έγινε η χαρακτηριστική ε. των χωρικών. Στο κεφάλι φορούσαν την τόκα (μυτερό σκούφο, που ενίοτε ήταν διακοσμημένος και ένα μακρύ φτερό) ή το καπέλο (το οποίο προερχόταν πιθανόν από την αρχαία κουκούλα και το σαρίκι των Αράβων), ο θόλος του οποίου ήταν τόσο μακρύς ώστε να πέφτει έως τους ώμους. Το ίδιο το σαρίκι ήταν άλλωστε της μόδας για ένα χρονικό διάστημα: το είχαν διαδώσει οι Σταυροφόροι που επέστρεφαν από την Ανατολή, μεταφέροντας εκλεπτυσμένους τρόπους ντυσίματος και καινούργια πολύτιμα υφάσματα, όπως το μετάξι –που ονομάστηκε δαμασκόδαμασκηνό, από την ονομασία της πόλης στην οποία το ύφαιναν– ή όπως το ύφασμα που, επειδή το βρήκαν στη Γάζα, ονομαζόταν γάζα. Ο πιο κοινός τύπος υπόδησης ήταν ένα είδος παντόφλας με πολύ μακριά μύτη, που έφτανε έως μισό μέτρο. Τον αιώνα αυτό, οι γυναίκες φορούσαν μακρύ φόρεμα, εφαρμοστό έως τα πλευρά και φαρδύ από εκεί και κάτω, το οποίο έσφιγγαν στη μέση με ζώνη, τα μανίκια ήταν μακριά και στενά, με λωρίδες από γούνα ή πολύτιμο ύφασμα, που κρέμονταν από τον αγκώνα έως κάτω, ενώ μία κεντητή μπορντούρα –ορισμένες φορές από χρυσό ή πολύτιμους λίθους– πλαισίωνε το στρογγυλό ντεκολτέ και στόλιζε τους ώμους. Από πάνω φορούσαν επενδύτη χωρίς μανίκια ή με πολύ φαρδιά μανίκια και ένα μαντό φοδραρισμένο με γούνα. Τα μαλλιά τους ήταν λυτά στην πλάτη ή πλεγμένα κοτσίδες. Το κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών είχε διάφορα σχήματα, από τη σκούφια που έδενε κάτω από το πηγούνι έως το ψηλό καπέλο σε σχήμα κώνου, από την κορυφή του οποίου κρέμονταν έως κάτω χρωματιστά πέπλα. Νεότεροι χρόνοι. Στις αρχές του 15ου αι. το ανδρικό ένδυμα έγινε πιο κοντό, ενώ οι περικνημίδες μάκρυναν. Ο επενδύτης αντικαταστάθηκε από ένα είδος αμπέχονου, το οποίο ήταν στρατιωτικό ένδυμα που το φορούσαν κάτω από την πανοπλία στην αρχαιότητα και πλέον έγινε είδος κοντού μανδύα, ανοιχτού στα πλάγια και δεμένου στη μέση και κάτω από τις μασχάλες (για να μετατραπεί αργότερα, κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, σε κοντή καζάκα, ανοιχτή μπροστά, στα μανίκια της οποίας –ανοιχτά και αυτά– κεντούσαν τα οικόσημα). Τα ανδρικά ενδύματα είχαν ζωηρά χρώματα, ενώ λόγω της τάσης για φανταχτερές πολυχρωμίες έφταναν στο σημείο να εφαρμόζουν στα ρούχα τους μπαλώματα διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων. Παράλληλα, διαδόθηκε ευρύτατα η χρήση της γούνας: οι κάπες και οι μανδύες φοδράρονταν με γούνα από κουνάβι, από ερμίνα ή από μαρμότα. Στον αιώνα αυτό η ε., ακολουθώντας το παράδειγμα και το γούστο της αυλής των δουκών της Βουργουνδίας, που είχαν κάνει την Ντιζόν κέντρο της ευρωπαϊκής κομψότητας, γινόταν όλο και πιο πολυτελής, εκφράζοντας πιστά την αισθητική αντίληψη για τη ζωή που χαρακτήριζε την Αναγέννηση. Αν και η αστική τάξη των εμπόρων ντυνόταν ακόμα με κάποια απλότητα, οι ευγενείς ήθελαν να δείξουν στον κόσμο όλη τη λαμπρότητα της δύναμης και του πλούτου τους, για να διατρανώσουν με εντυπωσιακό τρόπο την κυριαρχία τους· έτσι εμφανίστηκαν τα χρυσοΰφαντα και αργυροΰφαντα υφάσματα ή οι μπορντούρες από λευκή ερμίνα στους μανδύες των ευγενών. Χαρακτηριστικό του γυναικείου φορέματος ήταν το τετράγωνο ντεκολτέ, εφαρμοστό έως το σημείο που τελείωναν τα πλευρά, καθώς και οι φαρδιές πιέτες που έφτανουν από τα πλευρά έως την άκρη των ποδιών. Βουργουνδικής έμπνευσης ήταν, εκτός από τους φαρδείς καπιτονέ ώμους των ανδρικών ε., και ορισμένα χαρακτηριστικά της γυναικείας ε., όπως οι μακριές ουρές των φορεμάτων που έφταναν έως πέντε μέτρα, καθώς και τα μυτερά γοβάκια. Τα καπέλα των αντρών –που ορισμένες φορές αποτελούσαν και το διακριτικό κόμματος ή συντεχνίας– ήταν πλατύγυρα ή σε σχήμα σαρικιού. Οι γυναίκες έπλεκαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, τις οποίες γύριζαν σε σχήμα στεφανιού στο κεφάλι. Αν κατά τον 15o αι. τα πρότυπα κομψότητας της ε. υπαγορεύονταν από τη φεουδαρχική αυλή ενός δουκάτου, και μάλιστα του πιο εχθρικού προς τη μοναρχική εξουσία, τον 16o αι. οι ίδιοι κανόνες υπαγορεύονταν από την αυλή μιας αυτοκρατορίας. Έτσι, μεταφέρθηκαν από την Ισπανία τόσο οι φαρδιές περισκελίδες και τα σακάκια των ανδρικών ε., με ανοίγματα στα πλάγια που άφηναν να διαφαίνονται οι φόδρες από πολύτιμα υφάσματα, όσο και τα πλουσιότατα φορέματα των γυναικών, με φαρδιές και μακριές φούστες, με κομψό και εφαρμοστό γελεκάκι, με μανίκια, το χρώμα και το ύφασμα των οποίων συχνά ήταν διαφορετικά από αυτά του φορέματος, ενώ ήταν διακοσμημένα με κεντήματα και πετράδια. Επίσης, από τα μέσα του αιώνα, διαδόθηκε από την Ισπανία η συνήθεια της τραχηλιάς, είδος γιακά που σχηματιζόταν από μία μακριά λωρίδα λινού πλισσαρισμένου υφάσματος σαν ριπίδι. Πριν ανακαλυφθεί η κόλλα αμύλου, την τραχηλιά αυτή κρατούσε στητή ένας λεπτός σκελετός από μεταλλικά συρματάκια. Η αμυλόκολλα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Ελισάβετ της Αγγλίας, η οποία, επειδή της άρεσαν εξαιρετικά οι τραχηλιές, τις διέδωσε στο βασίλειό της. Όταν, λοιπόν, κάποτε άκουσε ότι κάποιος Φλαμανδός εφηύρε έναν τρόπο για να συγκρατεί στητές τις τραχηλιές χωρίς συρμάτινο σκελετό, τον κάλεσε στο Λονδίνο και από τότε οι βασιλικές τραχηλιές της, που έφταναν τα έξι μέτρα –οι πιο μεγάλες που υπήρχαν– ενισχύονταν με αμυλόκολλα. Από τη γυναικεία ε. άρχισαν να εξαφανίζονται σταδιακά τα ντεκολτέ: φορούσαν τη φούστα σηκωμένη από τη μία μεριά για να αφήνει να φαίνονται τα μεσοφόρια (που ήταν τρία, είχαν διαφορετικά, ανοιχτά χρώματα και ήταν στολισμένα με πλούσια κεντήματα). Ο επενδύτης (ιταλικά zimarra, ισπανικά hopalanda) ήταν φαρδύς, με μακριά ουρά, και δενόταν με σταυρωτό ρεβέρ γύρω στον λαιμό. Οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων της Ισπανίας έριχναν πάνω από το φόρεμά τους τη μαντίλια, ένα είδος μακριάς εσάρπας που έπεφτε από το κεφάλι στο σώμα, χωρίς να ακουμπά στους ώμους. Από τον επόμενο αιώνα η συνήθεια της μαντίλιας υιοθετήθηκε και από τις κυρίες της αριστοκρατίας. Τα παπούτσια της μόδας ήταν τότε τα κεντητά γοβάκια με το πολύ ψηλό τακούνι. Οι άντρες για επανωφόρι είχαν το ταμπάρο· συνήθως ήταν από μάλλινο ύφασμα –ενίοτε όμως και από πιο πολύτιμο υλικό– που έπεφτε από τους ώμους έως το γόνατο με πτυχές. Τα μανίκια των ανδρικών ενδυμάτων, όπως και των γυναικείων, ήταν συχνά πρόσθετα, δηλαδή κινητά, έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να τα αλλάζουν· στερεώνονταν στο κύριο ένδυμα με κουμπιά ή κορδέλες. Προς το τέλος του αιώνα, οι περισκελίδες κόντυναν, ενώ άρχισαν να ράβονται πάνω τους οι κάλτσες, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο. Κατά τον 17o αι. η μόδα της Δύσης –στην οποία στις αρχές του αιώνα κυριαρχούσε ακόμα η Ισπανία– προσανατολίστηκε προς την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η ανδρική ε. που επικράτησε τότε στην Ευρώπη ήταν γαλλικής έμπνευσης· ζακέτα σφιχτή στη μέση και φαρδύτερη στα πλευρά, φαρδιές περισκελίδες, καπέλο από πίλημα στολισμένο με φτερά, σχετικά κοντός μανδύας, δερμάτινα γάντια και υποδήματα. Γαλλικό ήταν και το μακρύ, κλος ένδυμα των γυναικών, μονοκόμματο και άκαμπτο, που φτιαχνόταν από βαριά υφάσματα, στολισμένα με χρυσά κεντήματα και μαργαριτάρια. Τα μεγάλα ντεκολτέ προκάλεσαν την οργή του κλήρου, ενώ εκδόθηκαν και κυβερνητικά διατάγματα για τον περιορισμό των διαστάσεών τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα έγιναν της μόδας οι ψηλοί γιακάδες από σκληρή δαντέλα, οι λεγόμενοι αλά Στιούαρτ. Την ίδια εποχή, οι άντρες στην Ισπανία, για να περιορίσουν τις πολυτέλειες, φορούσαν αντί της τραχηλιάς τον πιο απλό γιακά, που είχε σχήμα πιάτου και έφερνε γύρο στον λαιμό. Στον ίδιο αιώνα ανήκει και η συνήθεια των αντρών να ξυρίζουν τελείως το κεφάλι τους και να φορούν επιβλητικές και ακριβές περούκες, μόδα που επιδοκίμασε ο ίδιος ο Λουδοβίκος ΙΔ’. Στη διάρκεια του 18oυ αι., το γαλλικό γούστο κυριάρχησε στην αριστοκρατία της Ευρώπης σε όλα τα θέματα που αφορούσαν τη μόδα, ενώ επηρέασε επίσης την ε. των κοινωνικών στρωμάτων που έως τότε δεν απασχολούνταν με τα προβλήματα της αμφίεσης. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να αποδοθεί στη διάδοση των περιοδικών μόδας, τα οποία περιείχαν φιγουρίνια ε. που συνοδεύονταν με λεπτομερέστατη περιγραφή τους. Το πιο αξιόλογο από αυτά τα περιοδικά ήταν η Πινακοθήκη μόδας, που άρχισε να εκδίδεται στο Παρίσι το 1770. Επιπλέον, ήδη από τα τέλη του 17ου αι. εφημερίδες και ημερολόγια δημοσίευαν σχέδια ενδυμάτων, ενώ ακόμη παλαιότερα, κατά τον 16o αι., είχαν εκδοθεί τα πρώτα βιβλία για την ε., κυρίως από Ιταλούς χαράκτες. Τη γυναικεία ε. του 18ου αι. αποτελούσε ένα πολύ εφαρμοστό γιλέκο με μυτερές άκρες που τύλιγε το πανωκόρμι, και από δύο φούστες – η από πάνω ήταν ανασηκωμένη από τη μία μεριά για να φαίνεται η άλλη από κάτω, η οποία ήταν περίτεχνα κεντημένη και στολισμένη με κορδέλες, δαντέλες και μπουκετάκια από λουλούδια. Το ντεκολτέ εξακολουθούσε να είναι πολύ ανοιχτό και να προκαλεί την οργή των ηθικολόγων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Της μόδας έγινε και το κρινολίνο, το οποίο όμως εξαφανίστηκε στα τέλη του αιώνα. Το κρινολίνο ήταν ένας σκελετός από σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια που έμπαιναν κάτω από τη φούστα για να την κρατούν φουσκωμένη. Είχε δημιουργηθεί δύο αιώνες νωρίτερα για να προστατεύει τις έγκυες γυναίκες από χτυπήματα. Την ανδρική ε. –αποθέωση της εκθήλυνσης που είχε κάνει την εμφάνισή της τον προηγούμενο αιώνα, με πάρα πολλές δαντέλες και πολλά κεντήματα– αποτελούσαν μία εφαρμοστή καζάκα (justaucorpssurtout στα γαλλικά, απ’ όπου και το ελληνικό σουρτούκο), που έφτανε έως τα γόνατα, ένα ζιλέ ή γιλέκο και πολύ εφαρμοστές περισκελίδες από σατέν, στις οποίες δένονταν με κορδέλες οι μακριές μεταξωτές κάλτσες. Την αμφίεση αυτή συμπλήρωναν η γραβάτα και τα δαντελένια μανικέτια, οι ευρύχωροι μαύροι μανδύες, καθώς και τα τρίκοχα καπέλα και οι πουδραρισμένες περούκες. Τα υποδήματα ήταν από σατέν και είχαν τεράστιες πόρπες. Η επίδραση της Γαλλικής επανάστασης δεν άργησε να γίνει αισθητή και στο ντύσιμο. Ενώ η αριστοκρατική αντίληψη σχετικά με την ε. έδινε μεγάλη σημασία στην καλαισθησία, στην πολυτέλεια και στην κομψότητα, στοιχεία που θεωρούσε ότι αναδεικνύουν την προσωπικότητα, η αστική αντίληψη για την αμφίεση έτεινε προς το απλό και πρακτικό ένδυμα. Έτσι, εμφανίστηκε το ανδρικό κοστούμι με το σακάκι και το ψηλό σκληρό κολάρο έως τον αυχένα, το κοντό επανωφόρι, τα στενά παντελόνια και τα μποτίνια. Γεννήθηκε, δηλαδή, η νεότερη ανδρική ε. στις βασικές της γραμμές. Η εποχή του Διευθυντηρίου, του Ναπολέοντα και της Παλινόρθωσης αντέδρασε σε αυτή την αστικοποίηση της ε. αλλά, όσον αφορά το ντύσιμο των αντρών, η αντίδραση αυτή δεν έφερε αποτελέσματα, καθώς η ανδρική ε. παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη. Στο διάστημα αυτό, οι νόμοι που ρύθμιζαν τη μόδα άρχισαν να μην υπαγορεύονται πλέον από τη Γαλλία, αλλά από τη Βρετανία, όπου ο λόρδος Μπρούμελ υποστήριξε ότι η κομψότητα του ενδύματος δεν βρίσκεται στην εκκεντρικότητα και στην ικανότητά του να προκαλεί εντύπωση, αλλά στο κόψιμο, στη γραμμή, στην ποιότητα του υφάσματος, στον τρόπο που το φορά κανείς. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, έγινε και ο σαφής διαχωρισμός στην ιστορία της ανδρικής και της γυναικείας ε.: η ανδρική σταθεροποιήθηκε οριστικά και, με εξαίρεση ορισμένες τροποποιήσεις της βασικής της γραμμής και κάποιες αλλαγές σε λεπτομέρειες που ακολούθησαν, έγινε όμοια με τη σημερινή στον 19o αι.· η γυναικεία ε., αντίθετα, παρουσιάζεται εξαιρετικά ευμετάβλητη. Αυτά που συνήθως αποκαλούνται ιδιοτροπίες της μόδας αναφέρονται από τις αρχές του 19ου αι. στη γυναικεία ε., που ήδη από το Θερμιδώρ, ύστερα από την παρένθεση της Επανάστασης, επέστρεψε στις γνωστές εκκεντρικότητες. Η μόδα των ελαφρών φουστανιών με τη μέση ψηλά, ακριβώς κάτω από το στήθος, και τους ωμίτες που κατέβαιναν έως κάτω, πέρασε από τη Βρετανία στη Γαλλία και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Περίπου στα μέσα του αιώνα, η εποχή του ρομαντισμού (ενώ επέβαλε στους άντρες να φορούν μαύρα ή σκούρα γκρι) υπαγόρευσε στις γυναικείες ε. την έννοια του φάρδους, που ο κλασικισμός είχε αποβάλει δίνοντας περισσότερη έμφαση στο ύψος· τα πάντα –φούστα, στηθόδεσμος, μανίκια– φούσκωσαν και γέμισαν, τα μεγάλα ντεκολτέ στολίστηκαν με δαντέλες, οι γυναίκες έριχναν στους ώμους εσάρπες ή φορούσαν μαντό, τα χρώματα ήταν έντονα (επικρατέστερο το κόκκινο), και όλα αυτά συμπληρώνονταν με πολύπλοκα χτενίσματα, πάνω στα οποία τοποθετούνταν σκούφιες, τιρμπάν, μπουκετάκια λουλούδια ή φιόγκοι. Περίπου το 1830 έκανε την επανεμφάνισή του το κρινολίνο, που κρατούσε τη φούστα φουσκωμένη και στητή. Το κρινολίνο διατηρήθηκε περίπου τριάντα χρόνια, ώσπου ξεπεράστηκε η μόδα του. Μετά το 1860 η μόδα ακολούθησε νέες κατευθύνσεις: οι φούστες στένεψαν, η ε. άρχισε να ακολουθεί τις γραμμές του γυναικείου σώματος, και τις επόμενες δεκαετίες έγινε πολύ εφαρμοστή. Στα τέλη του αιώνα βρήκε πάλι μια ισορροπία, με φορέματα εφαρμοστά στο στήθος και στους γοφούς και φούστες που έπεφταν έως τις άκρες των ποδιών, φαρδαίνοντας σαν καμπάνα από το γόνατο και κάτω. Ο 20ός αι. έδειξε ακόμα εντονότερη προτίμηση σε αυτό τον τύπο ε. Στο μεταξύ, βρισκόταν σε εξέλιξη μία κοινωνική επανάσταση που επηρέασε τις γυναικείες ε.: η μάζα των γυναικών της αστικής τάξης –και αργότερα όλων των γυναικών– έγινε απόλυτος ρυθμιστής του γούστου και επομένως του τρόπου ντυσίματος, αντικαθιστώντας τις ελίτ στην επιβολή των κριτηρίων, οι οποίες υπαγόρευαν έως τότε τους κανόνες της μόδας. Την αλλαγή αυτή, στην οποία προσαρμόστηκαν οι μεγάλοι οίκοι μόδας, ακολούθησε και η βαθμιαία εκβιομηχάνιση της μόδας. Έτσι, τα ενδύματα υιοθέτησαν πιο πρακτικό χαρακτήρα (διαδόθηκε το ταγιέρ, που ακόμη και σήμερα συνηθίζεται, σε αναρίθμητες παραλλαγές) και έγιναν ομοιόμορφα, τόσο από κοινωνική όσο και από γεωγραφική άποψη. Τα χαρακτηριστικά αυτά επεκτάθηκαν όλο και πιο πολύ με την ευρύτατη διάδοση των μοντέλων που κατασκευάζονταν σε μαζική κλίμακα. Στη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε στην Ευρώπη μία μόδα που απευθυνόταν κυρίως στη νεολαία, η οποία εμπνεύστηκε από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και τη διαστημική εποχή. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Κουρέζ ήταν ο πρώτος που επέβαλε, σε διεθνή κλίμακα, τον γεωμετρικό στιλιζαρισμένο τρόπο ντυσίματος. Με δική του πρωτοβουλία δημιουργήθηκαν τα φορέματα που θύμιζαν το τραπέζιο· κοφτά στους ώμους, πλακέ στο στήθος, χωρίς μέση, γραμμή λίγο λοξή, έφταναν έως το γόνατο. Το 1965 στη Βρετανία, η Μέρι Κουάντ, ξεκινώντας από τη μόδα του Κουρέζ, λανσάρισε τη μίνι φούστα: η μέση κατέβηκε έως τους γοφούς και το μήκος περιορίστηκε σε 10-15 εκ. πάνω από το γόνατο. Ουσιαστικά, η Μέρι Κουάντ αφαίρεσε μήκος και από πάνω και από κάτω, έτσι που ολόκληρο το ρούχο είχε μήκος 35-45 εκ. Η φούστα αυτή, πρακτική και απλή, δεν άργησε να κατακτήσει την αγορά. Επικράτησε πρώτα στη Βρετανία, στη συνέχεια στη Γαλλία και μετά στην Ιταλία. Αργότερα, εμφανίστηκε στις σκανδιναβικές χώρες ένας τρόπος ντυσίματος που θεωρήθηκε φαινόμενο εξέγερσης εναντίον των μεγάλων ονομάτων της υψηλής ραπτικής: η ατημελησία, το ετερόκλητο σύνολο χρωμάτων και υφασμάτων ήταν, στον τομέα της ε., τα διακριτικά σημεία μιας απόπειρας της νέας γενιάς να αποστασιοποιηθεί από μία κοινωνία, η οποία δεν την εξέφραζε. Το φαινόμενο αυτό επρόκειτο ωστόσο να καταλήξει πολύ σύντομα σε ένα νέο κατεστημένο. Όταν, στη δεκαετία του 1960, η Βρετανία υιοθέτησε αυτό τον τρόπο ντυσίματος που τον βάφτισε μόδα μπιτ (beat), οι νέοι και των δύο φύλων τον ακολούθησαν ανεπιφύλακτα και έγιναν έτσι οι ίδιοι συνήγοροι και υποστηρικτές μιας συμβατικότητας στο όνομα της αντισυμβατικότητας. Οι τυχαίοι συνδυασμοί χρωμάτων έγιναν περιζήτητοι: για παράδειγμα, το μπλε και το πράσινο, το κόκκινο και το πράσινο, το πορτοκαλί και το κόκκινο. Οι μπλούζες που συνήθιζαν να φορούν οι πρώτοι μπιτ, επειδή ήταν γερές και φθηνές, έγιναν μόδα και άρχισαν να παράγονται μαζικά, όπως συνέβη και με τις ζώνες και τα μεταλλικά κοσμήματα. Η μόδα οπ, συνδυάζοντας γεωμετρικές γραμμές και χρωματικά σύνολα, προσέθεσε φανταχτερά αξεσουάρ (τσάντες, σκουλαρίκια, κολιέ κλπ.). Τα διαφανή πλαστικά (cirée) με τα έντονα χρώματα έκαναν την εμφάνισή τους στη νέα μόδα και χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθούν κοστούμια, αδιάβροχα και μπότες. Η κλασική, παραδοσιακή μόδα (ακόμα και η ανδρική που αντιστέκεται περισσότερο σε ουσιαστικές αλλαγές) αναγκάστηκε να παρακολουθήσει, έως ένα σημείο, την εκκεντρικότητα της μόδας μπιτ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα χρώματα. Σε νεότερα χρόνια παρουσιάστηκε η μάξι (έως κάτω) και η μίντι (έως τη μέση της γάμπας) φούστα. Όμως στις βραδινές τουαλέτες επικρατεί η μάξι, που αναδεικνύει τη γραμμή του γυναικείου σώματος. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. η μόδα στον τομέα της ε. χαρακτηρίστηκε από πειραματισμούς με νέες φόρμες και υλικά, παράλληλα με μία τάση επιστροφής σε τύπους που ανασύρθηκαν από το παρελθόν, αλλά επενδύθηκαν με νέα στοιχεία. Οι σχεδιαστές ρούχων (Ζαν-Πολ Γκοτιέ, Βίβιαν Γουέστγουντ, Τζον Γκαλιάνο) αναζήτησαν την έμπνευση στα κινήματα της τέχνης (ποπ αρτ) και της μουσικής (punk, grunge, hip hop, ethnic), καθιερώνοντας με την παρέμβασή τους πρωτοποριακά ή περιθωριακά πρότυπα ε. σε μαζική κλίμακα. Αντίθετα με την ταχεία εξέλιξη των προτύπων ε. που καθιερώθηκαν σταδιακά σε ολόκληρη την Ευρώπη, η εξέλιξη της λαϊκής (εθνικής) φορεσιάς υπήρξε αργή και ιδιόρρυθμη. Αντί να υπακούει στους ευμετάβλητους νόμους της μόδας, αποκρυσταλλώθηκε στις διάφορες χώρες, διατηρώντας και διαιωνίζοντας αρχαία στοιχεία που συγχωνεύτηκαν σιγά-σιγά με νεότερες επιβιώσεις. Εξωευρωπαϊκοί πολιτισμοί. Πολλοί ήταν οι λαοί που αγνόησαν τη διαδικασία η οποία με το πέρασμα των αιώνων προκάλεσε τη ριζική μεταμόρφωση της ε. στη Δύση. Εκεί όπου η ιστορία και η κοινωνικοοικονομική δομή διατήρησαν παλαιότερες μορφές οργάνωσης της ζωής και η μακραίωνη απομόνωση εμπόδισε τη διείσδυση ξένων πολιτιστικών στοιχείων, οι παραδοσιακές ε. παρέμειναν άθικτες, ίδιες και όμοιες όπως τις φορούσαν οι άντρες και οι γυναίκες στους περασμένους αιώνες. Στην Ασία, στην Αφρική και σε ορισμένα μέρη της Νότιας Αμερικής επιβιώνει ακόμα η αρχαία ε. Ακόμα και στις περιοχές όπου υπέστη κάποιες μεταβολές ή εκμοντερνίστηκε, η διαδικασία αυτή δεν έγινε προς την κατεύθυνση της τροποποίησης της παραδοσιακής ε., αλλά της αντικατάστασης των παλαιών με ενδύματα της δυτικής μόδας. Έτσι, στο Μεξικό και σε ορισμένες χώρες της Νότιας Αμερικής (π.χ. στο Περού, στον Ισημερινό, στη Βολιβία και γενικά σε τόπους που είναι ορεινοί στη μεγαλύτερη έκτασή τους) οι χωρικοί, οι ορεσίβιοι, οι βοσκοί ή οι ιθαγενείς φορούν ακόμα, για να προφυλάσσονται από το κρύο, μια μεγάλη κουβέρτα-μανδύα, σχεδόν πάντα ριγωτή και πολύχρωμη, που κλείνει στον δεξιό ώμο. Οι γκάουτσος, οι βοσκοί στις πάμπας (μεγάλα λιβάδια) της Αργεντινής, χρησιμοποιούν το πόντσο (ορθογώνιο ύφασμα με ένα άνοιγμα στο κέντρο για να περνά το κεφάλι), που παίζει τον ρόλο μανδύα και φαίνεται ότι προέρχεται από την πουκαμίσα χωρίς μανίκια που χρησιμοποιούσαν οι Ίνκας. Επίσης, στη νότια Ασία οι γυναίκες φορούν, ακόμα και τώρα, το σαρόν, ένα απλό φόρεμα που συγκρατείται κάτω από τις μασχάλες και πέφτει ίσια έως κάτω, αφήνοντας ακάλυπτους τους ώμους και τα μπράτσα. Εξάλλου, μόλις τελευταία άρχισαν να εκλείπουν οι φορεσιές που χαρακτήριζαν τις κάστες, στις οποίες ήταν αυστηρά χωρισμένη η ινδική κοινωνία. Ωστόσο, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά της Ινδίας, η ε. των φτωχών συχνά περιορίζεται ακόμα στην πρωτόγονη λωρίδα-πανί που δένουν γύρω από τους γοφούς. Έτσι και στην Ιαπωνία, παρότι η καθιέρωση της δυτικής ε. είναι ταχεία και καθολική, διατηρείται η αρχαιότατη γυναικεία αμφίεση, το κιμονό. Το κιμονό είναι ένας μακρύς, βαμβακερός ή μεταξωτός χιτώνας με πολύ φαρδιά μανίκια, που διακοσμείται συχνά με ζωγραφιές ή κεντήματα· στο ύψος των γοφών περιβάλλεται από μία φαρδιά ζώνη με πολλές στροφές (όμπι), η οποία στη συνέχεια δένεται στην πλάτη. Στη Μέση και στην Άπω Ανατολή οι παραδοσιακές ε. έχουν κατά μεγάλο μέρος εξαφανιστεί· παρότι σε ορισμένους αραβικούς πληθυσμούς επιβιώνει ακόμα το μπουρνούζι –φαρδύς μανδύας με κουκούλα– έχει εκλείψει μία ε. που για πολλούς αιώνες ήταν χαρακτηριστική των μουσουλμανικών λαών, το καφτάνι. Πρόκειται για μεταξωτό ή βαμβακερό ένδυμα που φτάνει έως τα πόδια και είναι ανοιχτό μπροστά, από πάνω έως κάτω. Μονόχρωμο ή ριγωτό, το καφτάνι, το οποίο φορούσαν και με σφιχτή ζώνη στη μέση, διαδόθηκε από τους Τούρκους και στην ανατολική Ευρώπη, όπου, ιδιαίτερα στη Ρωσία και στην Πολωνία, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τον 13o έως τον 15o αι. Πάντως, τα τελευταία χρόνια σε πολλά από τα μουσουλμανικά κράτη, κυρίως τα θεοκρατικά, έχει επιβληθεί στις γυναίκες η παραδοσιακή ε. Πρωτόγονοι λαοί. Ο όρος ε. περιλαμβάνει και τις στοιχειώδεις μορφές ντυσίματος των πρωτόγονων πολιτισμών. Οι ε. αυτές έχουν δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά: είτε προορίζονται απλώς να καλύπτουν ορισμένα μέρη του σώματος είτε προορίζονται να προστατεύουν τον άνθρωπο από τις καιρικές συνθήκες (εξαίρεση αποτελούν ορισμένες φυλές της Αφρικής και της Αυστραλίας, που αγνοούν οποιοδήποτε είδος ενδύματος και φορούν απλώς κάποια διακοσμητικά αντικείμενα, συνήθως δαχτυλίδια ή βραχιόλια). Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι ζώνες, διαφόρων μορφών και διάφορου πλάτους, που, από την Αφρική έως την Ασία, από την Αυστραλία έως τα δάση της Νότιας Αμερικής, αποτελούν το μοναδικό ένδυμα πολλών αυτόχθονων πληθυσμών. Από τις ζώνες αυτές πολύ γνωστές είναι: το περίζωμα, λωρίδα που τυλίγεται γύρω από τους γοφούς και μπορεί να είναι φτιαγμένη από φύλλα, από χόρτο, από κομμάτια φλοιού ή και από ύφασμα· η ζώνη σε σχήμα Τ –διαδεδομένη ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική Ασία– που αποτελείται από μία λωρίδα πανί, το οποίο τυλίγεται γύρω από τους γοφούς, δένεται κάτω από τους βουβώνες και περνά πίσω στη μέση· η αφρικανική ζώνη από δέρμα ή από πανί, στην οποία δένεται μικρή ποδιά από φύλλα, τρίχα ή ύφασμα. Στις φυλές της Ωκεανίας, καθώς και της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, είναι επίσης διαδεδομένη η λεγόμενη πεοθήκη, η οποία συνήθως φτιάχνεται από υλικά που υπάρχουν στο γύρω περιβάλλον και μπορεί να είναι από κολοκύθες έως κοχύλια και από το ινδικό καλάμι, το λεγόμενο μπαμπού, έως τα φύλλα της φοινικιάς. Θέατρο. Στην κλασική αρχαιότητα τα κοστούμια στο θέατρο ήταν διαφορετικά για την κωμωδία και για την τραγωδία. Οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν, με μικρές τροποποιήσεις, τα ελληνικά πρότυπα. Στην ουσία τα ενδύματα αυτά δεν διέφεραν από τα ρούχα της καθημερινής ζωής. Εξαίρεση αποτελούσαν τα ρούχα για ορισμένα πρόσωπα του έργου, όπως οι σάτυροι, που φορούσαν μικρές δερμάτινες ποδιές, ουρά, προσωπείο που παρίστανε μούρη ζώου και τραγίσιο γένι, τα πρόσωπα που παρίσταναν ξένους και είχαν εξωτικά κοστούμια, οι δαίμονες, με φουσκωμένη κοιλιά κλπ. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα της ελληνικής και ρωμαϊκής θεατρικής ε. ήταν προπάντων το προσωπείο (υπήρχαν 28 τραγικά και 44 κωμικά προσωπεία). Στον Μεσαίωνα, στα λειτουργικά δράματα χρησιμοποιούσαν συμβολικά κοστούμια (ο Θεός με την παπική τιάρα και το φαιλόνιο, οι άγγελοι με τη λευκή δαλματική, τα φτερά και μία κόκκινη ταινία στο μέτωπο), ενώ τα ρεαλιστικά πρόσωπα φορούσαν κοστούμια της εποχής τους. Τον 13o αι., οπότε το θέαμα μεταφέρθηκε από την εκκλησία στις δημόσιες πλατείες, τα κοστούμια ήταν κυρίως σύγχρονα. Εξαίρεση αποτελούσε το κοστούμι των γελωτοποιών (αγγλικά fools, γαλλικά sots, ιταλικά giullari), το οποίο αποτελούσαν πλεκτές, δίχρωμες περισκελίδες, συνήθως κίτρινες (= φαιδρότητα, ευθυμία) και πράσινες (= ελπίδα), επενδύτης με πολλά στολίδια στο κάτω άκρο, με μανίκια με κουδουνάκια, μυτερό σκουφί και αφτιά γαϊδάρου ή σκύλου. Με την Αναγέννηση άρχισε μία περίοδος προσαρμογής του θεατρικού κοστουμιού στη σύγχρονή του μόδα, η οποία διήρκεσε έως την περίοδο του νεοκλασικισμού. Η μόνη ε. της εποχής εκείνης που ήταν κατά κάποιο τρόπο ιστορική είναι το κοστούμι ρωμαϊκής έμπνευσης. Κατά τα άλλα, εκτός από τα κοστούμια της Κομέντια ντελ άρτε, που συνέβαλαν πολύ στη διαμόρφωση κάθε θεατρικού τύπου, είχε υιοθετηθεί κυρίως μια φαντεζί ε., φορτωμένη σύμβολα και υπαινικτικά διακριτικά σημεία. Έως τις αρχές του 18ου αι., κάθε ηθοποιός φρόντιζε ο ίδιος για τα κοστούμια του, τα οποία πολλές φορές του χάριζαν οι ευγενείς ή η αυλή. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε τεράστια διαφορά μεταξύ των κοστουμιών των πρωταγωνιστών και των υπόλοιπων μελών του θιάσου. Εξάλλου, δεν έδιναν σημασία στην ιστορική εποχή όπου διαδραματίζονταν τα θεατρικά έργα (για παράδειγμα, μια Ρωμαία μπορούσε να είναι ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας), προπαντός δεν θεωρούσαν το κοστούμι αναπόσπαστο και οργανικό μέρος του θεάματος. Με την κομεντί φρανσέζ και την οπερά κομίκ από τη μία πλευρά και με τον ηθοποιό Ταλμά και τους πρώτους ενδυματολόγους από την άλλη, άρχισε η ανανέωση του θεατρικού ενδύματος. Έτσι, τον 18o αι. κυριάρχησε η ιστορική αληθοφάνεια και η αναπαράσταση του περιβάλλοντος όπου διαδραματίζεται το έργο. Η ε. των ηθοποιών απέκτησε τόση σημασία ώστε να επηρεάζει τη μόδα (ιστορικό έμεινε το γεγονός ότι οι νεαροί Παριζιάνοι μιμήθηκαν το κόψιμο των μαλλιών του Ταλμά στον ρόλο του Βρούτου). Η κατάσταση αυτή επικράτησε σε όλη τη διάρκεια του 19oυ αι. Το φαντεζί ένδυμα διατηρήθηκε μόνο στην οπερέτα, στο καφωδείο και στην επιθεώρηση· ο ηθοποιός, τη στιγμή που υπέγραφε το συμβόλαιό του όφειλε, εκτός από τα πολιτικά του ρούχα, να έχει και τα εξής θεατρικά κοστούμια: ένα κλασικό, ένα στιλ Γκολντόνι και ένα ρομαντικό. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε να διατηρείται έως τον 20ό αι. Ωστόσο, η ιστορική αληθοφάνεια, που υπήρξε η βάση της ανανέωσης του θεατρικού κοστουμιού, κατέληξε –με την καθολική και χωρίς καμία διάκριση εφαρμογή της–ψυχρή και μονότονη και οδήγησε πάλι σε ένα είδος στασιμότητας. Στις αρχές του 20ού αι. επιβλήθηκε πρώτα ο βερισμός και η προσφυγή στα ιστορικά ντοκουμέντα· αργότερα, με τον Αντουάν, τον Στανισλάφσκι (ακραία απόπειρα ψυχολογικού ρεαλισμού), τον Άπια, τον Κρέιγκ (ρόλος του κοστουμιού στη δραματική ατμόσφαιρα), η θεατρική ε. κατέληξε σε μια σχηματοποίηση άκαμπτων γραμμών με τον κονστρουκτιβισμό (Έξτερ και Βέσνιν), με τον φουτουρισμό (Πραμπολίνι και Φορτουνάτο Ντεπέρο) και με τον κυβισμό (Πικάσο). Ύστερα από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Σαγκάλ (κοστούμια παραμυθιού, ποιητικά και λαϊκά), ο Εζέν Μπερμάν (μοντέρνα ερμηνεία του κοστουμιού), ο Κριστιάν Μπεράρ (ωρίμανση της αντίληψης για τις ζωγραφικές αξίες), έδωσαν έναν νέο ρόλο, πιο πρακτικό και μοντέρνο, στο θεατρικό κοστούμι. Σήμερα, ύστερα από τις εμπειρίες και τις εξελίξεις των διαφόρων εποχών, το θεατρικό κοστούμι, ελευθερωμένο από κάθε συμβατικότητα, ενσωματώνεται σε μια γενική αρμονία του θεάματος και συνδέεται με το αισθητικό κριτήριο του ενδυματολόγου, το οποίο δεσμεύεται με τη σειρά του από τις κατευθυντήριες γραμμές του σκηνοθέτη. Στον χορό, έως τον 17o αι., το ένδυμα ήταν πλούσιο, βαρύ και άβολο, ώσπου, με την εξέλιξη του μπαλέτου, έγινε απαραίτητη μια χορευτική ε., που να προσφέρει άνεση και ευλυγισία στις κινήσεις. Τον 18o αι. έγιναν πολλές απόπειρες για να δοθεί περισσότερο λειτουργικός ρόλος στην ε. Η Βελγίδα χορεύτρια Καμαργκό κόντυνε το μήκος των φουστανιών, η Μαντμουαζέλ Σαλέ αφαίρεσε κάθε περιττό στολίδι από την αμφίεση της χορεύτριας και ο Γκαρντέλ κατάργησε την προσωπίδα που φορούσαν έως τότε όλοι οι χορευτές. Η πλήρης μεταβολή στη χορευτική ε., ωστόσο, οφείλεται στον Γάλλο Νοβέρ, ο οποίος έφτασε έως τη χρήση του μαγιό (πολύ εφαρμοστό κομπινεζόν), της συλφίδας (σφιχτό μπούστο με μανίκια και φαρδιά και ελαφριά φούστα) και του τουτού, φούστα από γάζα, την οποία πρωτοφόρεσε η Ιταλίδα Μαρία Ταλιόνι (1830)· στην αρχή έφτανε έως τη μέση της γάμπας, αλλά αργότερα έγινε όλο και πιο κοντή, ώσπου έφτασε να μοιάζει με πονπόν. Ελληνικές ε. Λίγες είναι οι μορφές της ελληνικής λαϊκής τέχνης που παρουσιάζουν τόσο έντονο τοπικό χρώμα όσο η φορεσιά. Φυσικό επακόλουθο των τοπικών αυτών ιδιομορφιών είναι η μεγάλη ποικιλία των τύπων των εθνικών μας ε., η οποία ενισχύεται και από τις εποχικές και ποιοτικές ποικιλίες, δηλαδή από τη διάκριση της φορεσιάς σε χειμερινή και καλοκαιρινή ή σε γιορτινή και καθημερινή. Η ποικιλία αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στη γυναικεία ε., η οποία, επειδή ανάγεται περισσότερο στην οικιακή και λιγότερο στην εργαστηριακή τέχνη, διατήρησε πιστότερα τις παραδοσιακές τοπικές μορφές. Αντίθετα, η ανδρική, την οποία έραβαν και κεντούσαν ραφτάδες στα εργαστήριά τους ή πλανόδιοι τεχνίτες, παρουσιάζει μικρότερη ποικιλία και μεγαλύτερη ομοιομορφία σε ολόκληρη την Ελλάδα. Έτσι, ενώ η γυναικεία φορεσιά μπορεί να έχει δύο και τρεις παραλλαγές στην ίδια περιοχή, η ανδρική παρουσιάζει δύο γενικευμένους τύπους για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο: τη βράκα για τα νησιά και τη φουστανέλα για την ηπειρωτική Ελλάδα. Μία στενότερη παραλλαγή της βράκας, τη λεγόμενη μπουραζάναποτούρι, φορούσαν αντίστοιχα οι Κουτσόβλαχοι της Ηπείρου και οι πληθυσμοί κυρίως της δυτικής Θράκης. Δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο πότε έγινε η εισαγωγή της βράκας στην Ελλάδα. Κατά μία εκδοχή ο ενδυματολογικός αυτός τύπος ήταν γνωστός και στην αρχαία Ελλάδα και αποτελούσε εξέλιξη των περσικών αναξυρίδων· σύμφωνα με άλλη, περισσότερο πιθανή, τη βράκα αντέγραψαν πρώτοι οι Κρήτες κατά τον 17o αι. από τους Σαρακηνούς πειρατές του Αιγαίου και τη φόρεσαν για να μη διακρίνονται από αυτούς και γίνονται στόχος επίθεσης. Ο γνωστότερος, όμως, και πιο διαδεδομένος τύπος ανδρικής φορεσιάς είναι η ιστορική φουστανέλα, η οποία το 1833 καθιερώθηκε με νόμο ως εθνικό ένδυμα και ως ε. του ελληνικού στρατού. Η σημερινή πολύ κοντή και φουντωτή φουστανέλα των ευζώνων έχει αρκετές διαφορές από τη μακρύτερη και στενότερη των αγωνιστών του 1821. Πολλοί θεωρούν τη φουστανέλα απευθείας εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού χιτώνα, από τον οποίο πράγματι θα μπορούσε να διαμορφωθεί με τον πολλαπλασιασμό και την πύκνωση των πτυχών του. Ωστόσο, τέτοια εξέλιξη δεν φαίνεται να ευνοήθηκε από το ήπιο κλίμα της Ελλάδας· απεναντίας πολύπτυχος χιτώνας διαμορφώθηκε για τη στρατιωτική ε. των Ρωμαίων, κυρίως μετά την επέκταση της αυτοκρατορίας στις περιοχές της κεντρικής και της βορειοδυτικής Ευρώπης, όπου το κλίμα καθιστούσε αναγκαία τη χρήση μιας βαρύτερης φορεσιάς. Η στολή αυτή του ρωμαϊκού στρατού, που καθιερώθηκε και για όλα τα μισθοφορικά στρατεύματα της Ρώμης, επομένως και για τα ελληνικά, αποτελεί την προδρομική μορφή της νεοελληνικής φουστανέλας, η οποία φορέθηκε και διαδόθηκε την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, κυρίως από τους Σαρακατσάνους κλέφτες και αρματολούς. Εκτός από τη διάκριση σε γυναικείες και ανδρικές, οι ελληνικές εθνικές ε. μπορούν να διαχωριστούν σε χωρικές και αστικές. Στις δεύτερες περιλαμβάνονται και οι ε. των ελληνικών νησιών, όπου η ναυτιλία, το εμπόριο και η επαφή με τον έξω κόσμο ευνόησαν την ανάπτυξη αστικών κέντρων και αστικών κοινωνικών συνθηκών. Γενικά διακριτικά γνωρίσματα των δύο αυτών κατηγοριών είναι τα εγχώρια χειροποίητα υφάσματα για τις πρώτες και τα πολυτελή ευρωπαϊκά υλικά –τσόχες, ατλάζια, βελούδα– για τις δεύτερες. Υπήρξαν, όμως, και περιπτώσεις όπου περιοχές με χωρική και ποιμενική ζωή εξελίχθηκαν σταδιακά σε εμπορικά και αστικά κέντρα. Στις περιπτώσεις αυτές η φορεσιά, ακολουθώντας την κοινωνική μεταβολή, εξελίχθηκε σε αστική, ενώ συγχρόνως διατήρησε και στοιχεία της παλαιάς χωρικής μορφής. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό και η καθιέρωση του ευρωπαϊκού τρόπου ντυσίματος είχε ως φυσικό επακόλουθο τον μαρασμό και σιγά-σιγά την εξαφάνιση των εθνικών ε. Οι τελευταίες, μετά την Επανάσταση, επιβιώσεις της ελληνικής φορεσιάς στην επίσημη κοινωνική ζωή του τόπου σημειώνονται κατά τις πρώτες δεκαετίες της ίδρυσης του ελληνικού βασιλείου. Ο Όθων καθιέρωσε τη μακριά φουστανέλα που φορούσαν οι καπεταναίοι και οι οπλαρχηγοί για τον εαυτό του, για τους στρατηγούς και για τους διπλωμάτες. Η Αμαλία υιοθέτησε την αθηναϊκή φορεσιά κόρης, η οποία μετονομάστηκε σε φορεσιά Αμαλίας και επηρέασε με την κομψότητά της όλες σχεδόν τις ε. της χώρας. Αργότερα, η βασίλισσα Όλγα όρισε επίσημο ένδυμα της αυλής την καλή φορεσιά της Αττικής, με μακριά ουρά και με άσπρο σιγκούνι. Στα κατοπινά χρόνια οι εθνικές ε. εκφυλίστηκαν σε απλουστευμένες παραλλαγές και σιγά-σιγά, η μία μετά την άλλη, εξαφανίστηκαν. Σήμερα, είναι ελάχιστες οι ελληνικές περιοχές που διασώζουν τη φορεσιά τους. Από αυτές, οι περισσότερες τη διατηρούν όχι ως λειτουργικό στοιχείο της καθημερινής ζωής, αλλά ως μουσειακό είδος και οικογενειακό κειμήλιο, που ανασύρεται από τα σεντούκια για να φορεθεί σε ορισμένες εορταστικές εκδηλώσεις. Κοπέλες από το Καστελόριζο με παραδοσιακές ενδυμασίες (φωτ. ΑΠΕ). Θεατρικές ενδυμασίες εμπνευσμένες από την εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου «La Tancia» του Μιχαήλ Άγγελου του Νεότερου. Η μαύρη ενδυμασία των Κρητικών έχει εγείρει πολλές ερμηνείες· στη φωτογραφία, Κρητικός ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά του καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη (φωτ. ΑΠΕ). Έκθεση με ενδυμασίες από παραστάσεις που έχει φιλοξενήσει το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στη είσοδο του αρχαιολογικού χώρου (φωτ. ΑΠΕ). Λάπωνες με τις γραφικές ποικιλόχρωμες εορταστικές φορεσιές τους. Τυπικές αραβικές ενδυμασίες. Ιθαγενής της φυλής Νάγκα από το Ασάμ της Ινδίας. Χαρακτηριστική ενδυμασία της Σενεγάλης. Ενδυμασία από τη θεατρική παράσταση «Θάνατος της Σεμίραμης» του Πορτουγκάλ που δόθηκε το 1806 στο Λονδίνο. Κοστούμι χορεύτριας για τις «Συλφίδες» του 1832. Δύο φορέματα του Πιερ Καρντέν (1967), με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική γραμμή και τα έντονα χρώματα. Ινδές με το σάρι, μακρύ χρωματιστό ύφασμα που περιτυλίγει όλο το σώμα. Επίδειξη γαλλικής μόδας στο Χονγκ Κονγκ, το 1995. Η Αγγλίδα σχεδιάστρια μόδας Βίβιαν Γουέστγουντ σε επίδειξη της κολεξιόν της, «Άνοιξη 2001»· η Γουέστγουντ είναι υπεύθυνη για πολλές καινοτομίες στη γυναικεία μόδα, που προανήγγειλαν τον 21ο αι. (φωτ. ΑΠΕ). Ενδυμασίες του 20ού αι., όπως απεικονίζονται σε δύο μοντέλα του Πολ Πουαρέ (1911), σχεδιασμένα από τον Λεπάπ. Χαρακτηριστική ενδυμασία του 1970. Ενδυμασίες του 17ου αι. στο έργο «Χορός στην αυλή», ένας πίνακας που αποδίδεται στον Αβραάμ Μπος. Ενδυμασία του 16ου αι., σε πίνακα του Φελίπε Λιάνο με τίτλο «Η ινφάντα Ισαβέλλα». Ενδυμασίες από τον 19o έως τον 20ό αι.: (3) βραδινά φορέματα (1830)· (4) τουαλέτα επίσημης εσπερίδας (1884)· (5) φόρεμα γαρνιρισμένο με δαντέλα (1900) και φόρεμα των αρχών του 20ού αι. Βυζαντινές ενδυμασίες σε ψηφιδωτό (Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, Ραβένα). Ενδύματα του Μεσαίωνα με πτυχές, σε γλυπτά του καθεδρικού ναού της Σαρτρ. Φόρεμα της Αναγέννησης από χρυσοΰφαντο μεταξωτό, όπως απεικονίζεται σε τμήμα πίνακα του Πάολο Ουτσέλο με τίτλο «Ο άγιος Γεώργιος και ο δράκος». Αναπαράσταση ενδυμασίας της μινωικής εποχής από σχετική έκθεση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος (φωτ. ΑΠΕ). Αναπαράσταση ελληνικών χιτώνων της αρχαιότητας από έκθεση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος (φωτ. ΑΠΕ). Φόρεμα της Σανέλ του 1924. Δείγματα χειμωνιάτικης μόδας (1928-29). «Η γυναίκα με το τύμπανο», αγαλμάτιο από την Τανάγρα του 4ου-3ου αι. π.Χ. (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι). Ρώμη, «Αύγουστος», του 1ου αι. π.Χ. Ρώμη, «Η Αιδώς», ελληνιστικής εποχής. Η δούκισσα Σφόρτσα (1695). «Ο δούκας της Σαρτρ» (1760) του Καρμοντέλ. Φόρεμα που ονομαζόταν «Λα Βικτουάρ» (Η νίκη) (1778). Φόρεμα σε στιλ Μαρίας Αντουανέτας (γύρω στο 1780). Γυναικεία γαλλική ενδυμασία (1789). Ανδρική γαλλική ενδυμασία (1789). Γυναικεία γαλλική ενδυμασία (1789). Γαλλική Επανάσταση: ένας αβράκωτος με μακρύ ριγωτό παντελόνι και φρυγικό (δημοκρατικό) σκούφο. Διευθυντήριο (1827): ρεντιγκότα με ψηλό γιακά και γυναικείο φόρεμα από μουσελίνα με πολύ μεγάλο ντεκολτέ. Ένα ανοιξιάτικο σύνολο του 1939. Ενδυμασίες του 20ού αι., όπως απεικονίζονται σε δύο μοντέλα του Πολ Πουαρέ (1911), σχεδιασμένα από τον Λεπάπ. Χαρακτηριστική ενδυμασία του 1970. Ένα ασπρόμαυρο σύνολο του 1950. Ένα απογευματινό μοντέλο του 1950. Φόρεμα της Σανέλ του 1924. Δείγματα χειμωνιάτικης μόδας (1928-29). Ο ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης φωτογραφιζόταν πάντα με τη φουστανέλα του (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η
το σύνολο τών εξωτερικών ενδυμάτων που φορά κανείς, η φορεσιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — η το σύνολο των εξωτερικών ενδυμάτων του ανθρώπου, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”